весныи — (2*) пр. Весенний: Ластовици тишиноу намъ проповѣдають весноую. а моудра˫а словеса беспечалье. (εὐδίαν!) Пч к. XIV, 50 об.; Что оубо тако неистовно держишисѩ. и ѡдержимъ еси. веснымъ цвѣтомъ по(д)бно. (ἐαρινῶν) ЖВИ XIV XV, 92а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευδία — και βδία και βιδιά, η (Α εὐδία, ιων. τ. εὐδίη) αίθριος και γλυκός καιρός, καλοκαιρία («ἐκ χειμῶνος εὐδία», Πίνδ.) αρχ. 1. ηρεμία, ησυχία, γαλήνη («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», Αισχύλ.) 2. φρ. «σαρκὸς εὐδία» καλή κατάσταση τού σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν… … Dictionary of Greek
λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… … Dictionary of Greek
μελιτόεις — μελιτόεις, εσσα, εν (ΑM, Α και αρσ. αττ. συνηρ. τ. μελιτοῡς, Α και θηλ. αττ. συνηρ. τ. μελιττοῡττα) γλυκός σαν το μέλι, τερπνός, ευχάριστος («μελιτόεσσαν εὐδίαν», Πίνδ.) αρχ. 1. (για γλυκίσματα) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι, αυτός που … Dictionary of Greek